- σπαστρεύω
- και σπαρτεύω Μπαστρεύω, καθαρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπαρτεύω < σπάρτον με αρχική σημ. «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο». Ο τ. σπαστρεύω προήλθε από το σπαρτεύω ως εξής: σπαρτεύω > παστρεύω (με μετάθεση τού σ- στο μέσο τής λ.), από όπου, με συμφυρμό τών τ. σπαρτεύω και παστρεύω, προήλθε ο τ. σπαστρεύω (βλ. και λ. παστρεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.