σπαστρεύω

σπαστρεύω
και σπαρτεύω Μ
παστρεύω, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπαρτεύω < σπάρτον με αρχική σημ. «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο». Ο τ. σπαστρεύω προήλθε από το σπαρτεύω ως εξής: σπαρτεύω > παστρεύω (με μετάθεση τού σ- στο μέσο τής λ.), από όπου, με συμφυρμό τών τ. σπαρτεύω και παστρεύω, προήλθε ο τ. σπαστρεύω (βλ. και λ. παστρεύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάστρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * η 1. τέλεια καθαριότητα 2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • παστρικός — ή, ό, θηλ. και ιά 1. ο χωρίς βρομιές, καθαρός 2. μτφ. αγνός, άσπιλος, άψογος («έχει το μέτωπο παστρικό») 3. (μτφ. ειρωνικά) κακοήθης, φαύλος («παστρικό υποκείμενο») 4. το θηλ. ως ουσ. η παστρική πόρνη που δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα 5. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • σπάστρα — και σπάρτα, ἡ, Μ καθαριότητα, πάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”